πολύωρος

πολύωρος
η , ο[ν] многочасовой, длящийся много часов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πολύωρος" в других словарях:

  • πολύωρος — many years old masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύωρος — η, ο / πολύωρος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που διαρκεί πολλές ώρες («πολύωρη συζήτηση») 2. μακροχρόνιος αρχ. πολυετής («οἶνον... πολύωρον», Δίος). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωρος (< ὥρα), πρβλ. εξά ωρος] …   Dictionary of Greek

  • πολύωρος — η, ο αυτός που διαρκεί πολλές ώρες: Πολύωρη διαδρομή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύωρον — πολύωρος many years old masc/fem acc sg πολύωρος many years old neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»